- Μάξουελ
- (Maxwell). Βλ. λ. Μάξγουελ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… … Dictionary of Greek
φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… … Dictionary of Greek
μάξγουελ — Μονάδα μέτρησης της μαγνητικής ροής στο σύστημα CGS. Έχει αντικατασταθεί από το Weber, μονάδα του συστήματος SI (1 M. = 10 –8 Weber). Σχηματική παράσταση της διάδοσης των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, σύμφωνα με τις απόψεις του Μάξουελ. Τα… … Dictionary of Greek
ραντάρ — (radar, από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων radio detection and ranging = ραδιοεντοπισμός και μέτρηση της απόστασης). Ηλεκτρονική συσκευή που εκμεταλλεύεται το φαινόμενο της ανάκλασης των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων και χρησιμοποιείται για τον… … Dictionary of Greek
χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… … Dictionary of Greek
Μπέργκμαν, Ίνγκριντ — (Ingrid Bergman, 1915 – 1982). Σουηδή ηθοποιός του κινηματογράφου και του θεάτρου. Αφού έγινε γνωστή στην πατρίδα της από μερικές ταινίες που γύρισε με σκηνοθέτη τον Γκούσταφ Μολάντερ, υπέγραψε συμβόλαιο με τον παραγωγό Ντέιβιντ Ο’ Σέλζνικ και… … Dictionary of Greek
Ρέιλι, Τζον Γουίλιαμ Στρατ, λόρδος — (Rayleigh, Λόνγκφορντ Γκρόουβ, Έσεξ 1842 – Ουίδαμ, Έσεξ 1919). Άγγλος φυσικός. Παρουσίασε μεγάλη κλίση στα μαθηματικά από τότε που σπούδαζε στο πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, όπου το 1879 διαδέχτηκε τον Μάξουελ στην έδρα της φυσικής. Κατόπιν έγινε… … Dictionary of Greek
Ρόουλαντ, Χένρι — (Rowland, Χόουνσντειλ, Πενσυλβανία 1848 – I Βαλτιμόρη 1901). Αμερικανός φυσικός. Με μια μελέτη του επί των μαγνητικών ιδιοτήτων του σίδηρου και του νίκελ (1873) κατέκτησε την υπόληψη και τη φιλία του Μάξουελ, που υπήρξαν αποφασιστικές για τον… … Dictionary of Greek
Φαραντάι, Μάικλ — (Faraday, Νιούινγκτον, Σάρεϊ 1791 – Χάμπτον Κορτ, Λονδίνο 1867). Άγγλος φυσικός και χημικός. Γιος σιδηρουργού, προσελήφθη ως μαθητευόμενος σε ένα βιβλιοδετείο του Λονδίνου, όπου είχε τη δυνατότητα να διαβάζει κάθε είδους βιβλία, ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek
Χέλμχολτς, Χέρμαν Λούντβιχ Φέρντιναντ φον- — (Helmholtz, Πότσνταμ 1821 – Σαρλότενμπουργκ, Βερολίνο 1894). Γερμανός φυσιολόγος και φυσικός. Διδάκτορας της ιατρικής, δίδαξε αρχικά ανατομία και φυσιολογία στα πανεπιστήμια της Βόνης και της Χαϊδελβέργης και κατόπιν (1871) φυσική στο… … Dictionary of Greek